ορμαθός

ορμαθός
ο
1) связка, вязка;

ορμαθός κλειδιών — связка ключей;

2) перен. цепь; масса; куча (разг );

ορμαθός ανοησιών — масса глупостей;

ορμαθός ψευδολογιών — цепь лжи


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορμαθός" в других словарях:

  • ὁρμαθός — string masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμαθός — ο (ΑΜ ὁρμαθός) 1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.) 2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς… …   Dictionary of Greek

  • ὁρμαθοῖς — ὁρμαθός string masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθοί — ὁρμαθός string masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθοῦ — ὁρμαθός string masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθούς — ὁρμαθός string masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθῶν — ὁρμαθός string masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθῷ — ὁρμαθός string masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθόν — ὁρμαθός string masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμάθιον — ὁρμάθιον, τὸ (Α) [ορμαθός] μικρός ορμαθός …   Dictionary of Greek

  • ένδεσμα — το (Α ἔνδεσμα) νεοελλ. δέσμη, ορμαθός αρχ. περίαπτον, φυλαχτό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»